- προσῇσαν
- πρόσειμι 1sumimperf ind act 3rd plπρόσοιδαknow besidesplup ind act 3rd pl (attic)προσᾴδωsing toaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσῆσαν — πρόσειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek